καψαθρός

καψαθρός
-ή, -ό [καψάθρα]
(για ξερά κλαδιά φυτών)
αυτός που γίνεται στάχτη αμέσως μετά την ανάφλεξή του («τα αγκάθια είναι καψαθρά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”